usurper$89189$ - translation to ισπανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

usurper$89189$ - translation to ισπανικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Usurper!

usurper      
n. usurpador, plagiador
usurp         
ILLEGITIMATE OR CONTROVERSIAL CLAIMANT TO STATE POWER
Usurpation; Usurp; Usuper; Usurped
usurpar
usurp         
ILLEGITIMATE OR CONTROVERSIAL CLAIMANT TO STATE POWER
Usurpation; Usurp; Usuper; Usurped
(v.) = usurpar, tomar
Ex: Peter Jackaman fears "that public libraries have failed to grasp the opportunity which this development offered, and as result their potential role has, in many cases, been usurped by other agencies".

Ορισμός

usurp
[j?'z?:p, j?'s?:p]
¦ verb
1. take (a position of power) illegally or by force.
supplant (someone in power).
2. (usurp on/upon) archaic infringe on.
Derivatives
usurpation ?ju:z?'pe??(?)n, ?ju:s- noun
usurper noun
Origin
ME: from OFr. usurper, from L. usurpare 'seize for use'.

Βικιπαίδεια

Usurper (disambiguation)

A usurper is a person who makes an illegitimate or controversial claim to power.

Usurp, usurper, or usurpation may also refer to: